- εξαμύνομαι
- ἐξαμύνομαι (Α)αποκρούω κάποιον ή κάτι, αμύνομαι εναντίον κάποιου, εξουδετερώνω, αποκρούω, απομακρύνω κάτι («αἶθρον ἐξαμύνασθαι θεοῡ» — ν' αμυνθούμε στο πρωινό ψύχος, Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαμύνασθαι — ἐξαμύ̱νασθαι , ἐξαμύνομαι ward off from oneself aor inf mp ἐξαμύ̱νασθαι , ἐξαμύνομαι ward off from oneself aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμύνεσθαι — ἐξαμύ̱νεσθαι , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres inf mp ἐξαμύ̱νεσθαι , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμύνοιτο — ἐξαμύ̱νοιτο , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres opt mp 3rd sg ἐξαμύ̱νοιτο , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμύνονται — ἐξαμύ̱νονται , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres ind mp 3rd pl ἐξαμύ̱νονται , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμύνας — ἐξαμύ̱νᾱς , ἐξαμύνομαι ward off from oneself aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)